- ὤρυγγες
- ὤρυγγες, οἱ,A striped or piebald horses (including zebras), Opp.C. 1.317.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ώρυγγες — οἱ, Α είδος ίππων ή ιπποειδών με κατάστικτο ή με ραβδωτό χρώμα τριχώματος, όπως λ.χ. τής ζέμπρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ.] … Dictionary of Greek